- ἐνιαυσίας
- ἐνιαυσίᾱς , ἐνιαύσιοςof a yearfem acc plἐνιαυσίᾱς , ἐνιαύσιοςof a yearfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.